- μαντολίνο
- Μουσικό όργανο με νυσσόμενες χορδές. Ανήκει στην οικογένεια των λαούτου και προήλθε τον 18o αι. από τη μαντόλα (παραλλαγή του λαούτου σε χρήση τον 16o και τον 17o αι., διαδεδομένη κυρίως στην Ισπανία), τα χαρακτηριστικά της οποίας και διατηρεί σε μικρότερες αναλογίες. Όπως το λαούτο, το μ. έχει αχλαδόσχημο ηχείο. Η θολωτή ράχη του καλύπτεται από στενές ξύλινες κολλημένες λωρίδες. Κάτω από την ωοειδή οπή της ηχητικής επιφάνειας υπάρχει μία πλάκα, τοποθετημένη εκεί για να προστατεύει το ξύλο από τη συνεχή τριβή της πένας.
Διαδόθηκε ιδιαίτερα στην Ιταλία, εμφανίζοντας παραλλαγές ακόμη και από περιοχή σε περιοχή. Έχει σχεδόν αποκλειστικά λαϊκό χαρακτήρα και παίζεται συχνά με συνοδεία κιθάρας. Παρ’ όλα αυτά, διάσημοι συνθέτες του έχουν αφιερώσει πολλές συνθέσεις, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται το Κοντσέρτο για δύο μαντολίνα του Βιβάλντι και τα Πέντε κομμάτια για μαντολίνο και πιάνο του Μπετόβεν. Το μ. χρησιμοποίησαν επίσης ο Μότσαρτ στην όπερα Δον Ζουάν, ο Καζέλα στη σουίτα Βενετσιάνικη συνάντηση και ο Μάλερ στο φινάλε του έργου του Τραγούδι της Γης και σε άλλα έργα του.
* * *τοέγχορδο μουσικό όργανο, που είναι όμοιο στο σχήμα με τη μαντόλα, αλλά μικρότερο από αυτήν, και έχει τέσσερεις διπλές χορδές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mandol-ino < mandola «αμύγδαλο» λόγω της ομοιότητας τού σχήματος τού οργάνου με το σχήμα τού αμυγδάλου. Κατ' άλλη άποψη, η λέξη είναι υποκορ. του mandola < mandora < pandora < μτγν. ελλ. πανδούρα «μουσικό όργανο»].
Dictionary of Greek. 2013.